εκατοντάδραχμος

εκατοντάδραχμος
-η, -ο
1. που είχε, παλαιότερα, αξία εκατό δραχμών: Εκατοντάδραχμος λαχνός.
2. το ουδ. ως ουσ., εκατοντάδραχμο παλαιότερο νόμισμα εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑκατοντάδραχμος — weighing a hundred drachms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατοντάδραχμος — η, ο (AM ἑκατοντάδραχμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει εκατό δραχμές («εκατοντάδραχμη μετοχή») 2. το ουδ. ως ουσ. το εκατοντάδραχμο νόμισμα αξίας εκατό δραχμών, (ε)κατοστάρικο αρχ. αυτός που ζυγίζει εκατό δραχμές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”